- πέταλο (αλόγου)
- la ferradura
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
αλογοπεταλιά — η ίχνος από πέταλο αλόγου, αλογάχναρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + πεταλιά] … Dictionary of Greek
δακτυλίδι ή δαχτυλίδι — Κρίκος από μέταλλο, συνήθως πολύτιμο, που φοριέται στο δάχτυλο είτε ως κόσμημα είτε ως σύμβολο πίστης είτε ακόμα ως σύμβολο εξουσίας. Η καταγωγή του είναι πάρα πολύ παλαιά και ανάγεται στην εποχή του χαλκού. Το δ. ήταν στην αρχή πολύ απλό, αλλά… … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
σεληναίος — α, ο / σεληναῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και σεληνιαῑος, αία, ον, ΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σελήνη, σεληνιακός («αἴγλη σεληναία», Απολλ. Ρόδ.) νεοελλ. μσν. 1. αυτός που έχει το σχήμα τής σελήνης ή τής ημισελήνου 2. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek